Dictionary of Greek. 2013.
ουδένωσις — οὐδένωσις, ἡ (Α) [ουδενώ] εκμηδενισμός, εξουθένωση … Dictionary of Greek
ουδενωτής — οὐδενωτής, ὁ (Α) [ουδενώ] αυτός που εκμηδενίζει, που αφανίζει … Dictionary of Greek